- υάλωψ
- ὁ, Α(κατά τον Ησύχ.) ὑαλέψης*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + ἕψω «βράζω, ψήνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… … Dictionary of Greek